- βελονῶν
- βελόνηneedlefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βελονισμός — Αρχαιότατη θεραπευτική μέθοδος, η οποία χρησιμοποιείται στην ιατρική των Κινέζων από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Στην Ευρώπη την εισήγαγαν τον 18ο αι. ιησουίτες ιεραπόστολοι. Εφαρμόζεται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα στην Άπω Ανατολή, όπου έχει τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
γαλβανόμετρο — Όργανο υψηλής ευαισθησίας για την ανίχνευση και τη μέτρηση ηλεκτρικών ρευμάτων ασθενούς έντασης. Αν και υπάρχει μεγάλη ποικιλία κατασκευών, όλοι οι τύποι των γ. στηρίζονται στη μέτρηση των μετατοπίσεων ενός κινητού συστήματος από τις δυνάμεις που … Dictionary of Greek
βελονοθήκη — η μικρή θήκη για τη φύλαξη βελονών … Dictionary of Greek
βελονοποιός — ο κατασκευαστής βελονών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα + ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Νικολάου Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… … Dictionary of Greek
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek
ραφίδιο — το / ῥαφίδιον, ΝΜ νεοελλ. βοτ. δέσμη λεπτών κρυσταλλικών βελονών που παρατηρείται σε ορισμένα ζωικά και φυτικά κύτταρα μσν. βελονάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. raphide] … Dictionary of Greek